- κουσούλιον
- κουσούλιον, τό,A cloak, Sammelb.7033.36 (v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουσούλιον — κουσούλιον, το (AM) πάπ. 1. επενδύτης, μανδύας, χλαμύδα 2. επενδύτης μοναχού, ράσο … Dictionary of Greek